Στο βιβλίο του, ο DR. THOMAS E. BROWN πραγματεύεται πολλούς από τους «επικρατούντες μύθους, τις εσφαλμένες υποθέσεις για τη ΔΕΠΥ που εξακολουθούν να ισχύουν για τους περισσότερους ανθρώπους και ορισμένους επαγγελματίες». Στο πρώτο κεφάλαιο, απαριθμεί τριάντα πέντε από αυτούς τους μύθους και στη συνέχεια συνοψίζει τα επιστημονικά δεδομένα που τους καταρρίπτουν. Αφιερώνει το υπόλοιπο βιβλίο σε πιο ουσιαστικά αποδεικτικά στοιχεία για τη ΔΕΠΥ, περιγράφοντας με τον τρόπο αυτό τη νέα αντίληψη για τη διαταραχή.
Εδώ, παρατίθενται αποσπάσματα από δέκα μύθους με αντίστοιχες περιλήψεις του Dr. Brown.
Ένα άτομο με ΔΕΠΥ δυσκολεύεται πάντα με τις εκτελεστικές του λειτουργίες, όπως να συγκεντρωθεί σε μια δραστηριότητα και να θυμάται πράγματα, ανεξαρτήτως τι κάνει.
Κλινικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι δυσκολίες στις εκτελεστικές λειτουργίες που χαρακτηρίζουν τη ΔΕΠΥ ποικίλουν ανάλογα με την περίσταση. Κάθε άτομο με ΔΕΠΥ έχει συγκεκριμένες δραστηριότητες ή καταστάσεις όπου δεν παρουσιάζει καμία δυσκολία στη χρήση εκείνων των εκτελεστικών λειτουργιών που σε άλλες περιπτώσεις αποτελούν πρόβλημα. Συνήθως, πρόκειται για δραστηριότητες με μεγάλο προσωπικό ενδιαφέρον ή περιπτώσεις που θεωρούν πώς κάτι ιδιαίτερα δυσάρεστο θα ακολουθήσει άμεσα εάν δεν αντιμετωπίσουν τη συγκεκριμένη κατάσταση εδώ και τώρα. Τα ερευνητικά ευρήματα δείχνουν ότι η ασυνέπεια στη λειτουργικότητα ενός ατόμου με ΔΕΠΥ ανάλογα με το πλαίσιο ή με τη χρονική στιγμή, αποτελεί τον πυρήνα της ΔΕΠΥ. Διάφορες μελέτες απέδειξαν ότι η απόδοση των ατόμων με ΔΕΠΥ επηρεάζεται σοβαρά από σχετικούς παράγοντες, π.χ. επιβράβευση, είδος δραστηριότητας και εσωτερικές γνωστικές και φυσιολογικές λειτουργίες.
Εάν ένα άτομο με ΔΕΠΥ θέλει πραγματικά να επικεντρωθεί και να εργαστεί αποτελεσματικά κάπου, μπορεί να πείσει τον εαυτό του να το κάνει. Η χρήση εκτελεστικών λειτουργικών είναι απλά θέμα "θέλησης".
Καθώς τα άτομα με ΔΕΠΥ μπορούν συνήθως να ασκήσουν τις εκτελεστικές λειτουργίες τους πολύ καλά σε συγκεκριμένες δραστηριότητες ή εργασίες που τους ενδιαφέρουν ή τους φοβίζουν οι αρνητικές συνέπειες της μη εκτέλεσης τους, συνάγεται εύκολα το συμπέρασμα ότι τα άτομα με ΔΕΠΥ μπορούν να ασκήσουν ορισμένες λειτουργίες το ίδιο καλά και σε άλλες περιστάσεις που αυτοί ή άλλοι θεωρούν σημαντικές — ενεργοποιώντας απλά μια υποτιθέμενη εσωτερική δύναμη ονόματι "θέληση". Το νέο μοντέλο ΔΕΠΥ αμφισβητεί αυτή την υπόθεση λόγω του ότι οι περισσότερες εκτελεστικές λειτουργίες είναι ασυνείδητες, όχι με την ψυχαναλυτική έννοια της καταστολής, αλλά με την πιο σύγχρονη έννοια του «αυτοματισμού».
Συνεπώς, οι περισσότερες εκτελεστικές λειτουργίες υπόκεινται σε τόσο συνειδητό έλεγχο όσο και η στυτική δυσλειτουργία. Η έρευνα για την κινητοποίηση που επηρεάζει αποφάσεις τύπου «Θα το κάνεις, κι εάν ναι, πώς και πότε;» έδειξε ότι τέτοιες αποφάσεις απορρέουν πρωταρχικά από σύνθετες και δυναμικές αλληλεπιδράσεις συναισθημάτων που επηρεάζονται από τη μνήμη, με εγγενή μοτίβα αντίδρασης που λειτουργούν άμεσα και σχετικά ασυνείδητα, παρά τις υποθέσεις περί του αντιθέτου
Τα άτομα με υψηλό IQ είναι απίθανο να αντιμετωπίζουν δυσκολίες εκτελεστικών λειτουργιών της ΔΕΠΥ διότι είναι αρκετά έξυπνα για να τις ξεπεράσουν.
Η νοημοσύνη που μετράται με τεστ IQ δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με το σύνδρομο δυσκολιών στις εκτελεστικές λειτουργίες όπως περιγράφεται στο νέο μοντέλο ΔΕΠΥ. Οι μελέτες υποδηλώνουν ότι ακόμη και παιδιά και ενήλικες με εξαιρετικά υψηλό IQ ενδέχεται να αντιμετωπίζουν δυσκολίες ΔΕΠΥ που παρεμποδίζουν σημαντικά την ικανότητά τους να αναπτύξουν τις ενισχυμένες γνωστικές τους ικανότητες με συνέπεια και αποτελεσματικότητα σε πολλές καταστάσεις της καθημερινότητας. Οι κλινικές παρατηρήσεις υποδηλώνουν ότι τα άτομα με υψηλό IQ και ΔΕΠΥ, αντιμετωπίζουν συχνά σημαντικές καθυστερήσεις προτού λάβουν σωστή διάγνωση και κατάλληλη θεραπεία. Αυτό οφείλεται στο μεγάλο αριθμό ανενημέρωτων εκπαιδευτικών, γονέων ιατρών καθώς και ασθενών που υποθέτουν ότι το υψηλό IQ αποκλείει τη ΔΕΠΥ.
Οι δυσκολίες εκτελεστικών λειτουργιών ΔΕΠΥ συνήθως ξεπερνιούνται όταν το άτομο φτάσει στην εφηβεία ή στην εικοσαετία.
Ορισμένα παιδιά με ΔΕΠΥ σταδιακά ξεπερνούν τις δυσκολίες που σχετίζονται με τη ΔΕΠΥ όσο μεγαλώνουν ή μπαίνουν στην εφηβεία. Γι' αυτά, η ΔΕΠΥ είναι ένα φάσμα αναπτυξιακών καθυστερήσεων. Το πιο σύνηθες είναι τα σύνδρομα υπερκινητικότητας και/ή παρορμητισμού να βελτιώνονται όσο το άτομο εισέρχεται στην εφηβεία, ενώ η ευρεία γκάμα συμπτωμάτων απροσεξίας παραμένει ή/και χειροτερεύει. Συχνά, η πιο προβληματική περίοδος είναι κατά τη διάρκεια του γυμνασίου, του λυκείου και κατά τα πρώτα έτη του πανεπιστημίου. Αυτή είναι η περίοδος που το άτομο αντιμετωπίζει τις μεγαλύτερες απαιτήσεις χωρίς να έχει τη δυνατότητα να αποφύγει εκείνες για τις οποίες δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον ή ικανότητα. Μετά από αυτό το διάστημα, ορισμένα άτομα με ΔΕΠΥ είναι αρκετά τυχερά ώστε να βρουν απασχόληση και συνθήκες διαβίωσης όπου μπορούν να χτίσουν πάνω στα δυνατά τους σημεία και να βρουν τρόπους να αποφύγουν τις γνωστικές αδυναμίες τους, ενώ άλλοι δεν στέκονται τόσο τυχεροί.
Οι σύγχρονες ερευνητικές μέθοδοι έχουν αποδείξει ότι οι δυσκολίες εκτελεστικών λειτουργιών εντοπίζονται κυρίως στον προμετωπιαίο φλοιό.
Οι εκτελεστικές λειτουργίες είναι περίπλοκες και περιλαμβάνουν όχι μόνο τον προμετωπιαίο φλοιό, αλλά και πολλά άλλα μέρη του εγκεφάλου. Τα άτομα με ΔΕΠΥ έχει αποδειχθεί ότι διαφέρουν στον βαθμό ωρίμανσης συγκεκριμένων περιοχών του φλοιού, στο πάχος του φλοιώδους ιστού, στα χαρακτηριστικά βλεγματικών και παρεγκεφαλιδικών περιοχών, καθώς και σε βασικά γάγγλια και στις διαδρομές λευκής ουσίας που συνδέουν και συμβάλλουν σημαντικά στην επικοινωνία των διαφόρων περιοχών του εγκεφάλου. Πρόσφατες έρευνες απέδειξαν ότι τα άτομα με ΔΕΠΥ τείνουν να έχουν διαφορετικά μοτίβα συνδεσιμότητας και ταλαντώσεων που επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ περιοχών του εγκεφάλου.
Συναισθήματα και κίνητρα δεν σχετίζονται με τις εκτελεστικές λειτουργίες της ΔΕΠΥ.
Παρόλο που τα προηγούμενα ερευνητικά και διαγνωστικά κριτήρια για τη ΔΕΠΥ έδιναν λίγη προσοχή στο ρόλο των συναισθημάτων και των κινήτρων στο πλαίσιο αυτής της διαταραχής, πιο πρόσφατες έρευνες υπογράμμισαν την κρισιμότητα της σημασίας τους. Ορισμένες έρευνες επικεντρώθηκαν αποκλειστικά στα προβλήματα των πολλών ατόμων με ΔΕΠΥ σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση της έκφρασης των συναισθημάτων χωρίς επαρκή αναστολή ή εναρμόνιση. Ωστόσο, η έρευνα έδειξε επίσης ότι το χρόνιο έλλειμμα σε συναισθήματα που κινητοποιούν είναι σημαντικός παράγοντας δυσκολιών για τα περισσότερα άτομα με ΔΕΠΥ. Οι μελέτες έδειξαν ότι αυτό σχετίζεται με μετρήσιμες διαφορές στη λειτουργία του συστήματος επιβράβευσης στο μυαλό των ατόμων με ΔΕΠΥ. Τα άτομα με ΔΕΠΥ παρουσιάζουν πολλές φορές ανωμαλίες προπαρασκευαστικής απόλυσης κυττάρων ντοπαμίνης στο σύστημα επιβράβευσης. Αυτό το καθιστά δύσκολο για αυτά να διεγερθούν και να διατηρήσουν το κίνητρο για δραστηριότητες που δεν προσφέρουν άμεση και διαρκή στήριξη.
Το νέο μοντέλο ΔΕΠΥ ως εκτελεστική λειτουργία με αναπτυξιακή δυσκολία είναι τελείως διαφορετικό από το παλιό.
Το νέο μοντέλο ΔΕΠΥ διαφέρει ποικιλοτρόπως από το προηγούμενο μοντέλο αυτής της διαταραχής ως κατά βάση ένα σύμπλεγμα προβλημάτων συμπεριφοράς σε μικρά παιδιά. Το νέο μοντέλο είναι πραγματικά μια μεταβολή στη θεωρητική κατανόηση του συνδρόμου. Δεν ισχύει μόνο για παιδιά, αλλά και για εφήβους και ενήλικες.
Επικεντρώνεται σε πληθώρα λειτουργιών αυτοδιαχείρισης που δεν περιορίζονται σε εύκολα παρατηρήσιμες συμπεριφορές. Οι λειτουργίες που περιλαμβάνονται σχετίζονται με σύνθετες λειτουργίες του εγκεφάλου. Ωστόσο, υπάρχουν ουσιαστικά και σημαντικά στοιχεία όπου τα δύο μοντέλα συμπίπτουν. Το νέο μοντέλο είναι μια προέκταση και διεύρυνση του παλιού. Τα περισσότερα άτομα που πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για το νέο μοντέλο, πληρούν και τα αντίστοιχα του παλιού. Το παλιό μοντέλο δεν ευσταθεί πλέον όχι επειδή ταυτοποιεί τα άτομα με μια τελείως διαφορετική διαταραχή. Το παλιό μοντέλο δεν ευσταθεί πλέον διότι δεν περιγράφει επαρκώς το εύρος, την πολυπλοκότητα και την επίμονη φύση αυτού του συνδρόμου όπως εμφανίζεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής.
Οι δυσκολίες εκτελεστικών λειτουργιών που σχετίζονται με τη ΔΕΠΥ αφορούν κυρίως μια «χημική ανισορροπία» του εγκεφάλου.
Ο όρος «χημική ανισορροπία του εγκεφάλου» χρησιμοποιείται συχνά ως επεξήγηση για τις δυσκολίες της ΔΕΠΥ. Αυτό υποδηλώνει ότι οι χημικές ουσίες που πλέουν στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό που περιβάλει τον εγκέφαλο δεν έχουν απλά τις σωστές αναλογίες, όπως όταν μια σούπα έχει πολύ αλάτι. Αυτή η υπόθεση είναι απλά εσφαλμένη. Οι δυσκολίες της ΔΕΠΥ δεν οφείλονται σε γενικό πλεόνασμα ή έλλειψη συγκεκριμένης χημικής ουσίας εντός ή γύρω από τον εγκέφαλο. Το βασικό πρόβλημα σχετίζεται με τα χημικά που παρασκευάζονται, απελευθερώνονται και στη συνέχεια επαναφορτώνονται σε επίπεδο συνάψεων, τα τρισεκατομμύρια απειροελάχιστων διακλαδώσεων μεταξύ ορισμένων δικτύων νευρώνων που διαχειρίζονται κρίσιμες δραστηριότητες στο σύστημα διαχείρισης του εγκεφάλου.
Το μυαλό είναι ουσιαστικά ένα τεράστιο ηλεκτρικό σύστημα με πολλαπλά υποσυστήματα που πρέπει να επικοινωνούν μεταξύ τους διαρκώς ώστε να προβούν στο οτιδήποτε. Αυτό το σύστημα λειτουργεί με χαμηλές ώσεις ηλεκτρικού ρεύματος που μεταφέρουν μηνύματα από τον ένα μικρό νευρώνα στον άλλο σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Ωστόσο, αυτοί οι νευρώνες δεν συνδέονται φυσικά. Υπάρχουν κενά σε κάθε σημείο διασύνδεσης. Για να διαβιβαστεί τα μηνύματα από τον έναν νευρώνα στον άλλο, ένα ηλεκτρικό μήνυμα θα πρέπει να υπερπηδήσει το κενό. Η άφιξη των ηλεκτρικών ώσεων προκαλεί ελάχιστα «μικρο-σημεία» ενός νευροδιαβιβαστικού χημικού προς αποδέσμευση. Αυτό λειτουργεί ως αναφλεκτήρας που μεταφέρει το μήνυμα διαμέσου του κενού και στη συνέχεια του κυκλώματος.
Τα άτομα με ΔΕΠΥ έχουν την τάση να μην απελευθερώνουν αρκετές από αυτές τις χημικές ουσίες ή να απελευθερώνουν και να επαναφορτώνουν πολύ γρήγορα, προτού να είναι δυνατή η σύναψη ορθής σύνδεσης.
Η φαρμακευτική αγωγή που χρησιμοποιείται στη ΔΕΠΥ συμβάλλει στη βελτίωση αυτής της διαδικασίας.
Για ορισμένα άτομα με ΔΕΠΥ, η συνταγογραφούμενη αγωγή μπορεί να θεραπεύσει τις δυσκολίες ΔΕΠΥ κι έτσι δεν χρειάζεται να συνεχίσουν να παίρνουν την αγωγή.
Η φαρμακευτική αγωγή για τη ΔΕΠΥ δεν θεραπεύει. Δεν πρόκειται για αντιβιοτικά που θα θεραπεύσουν μια μόλυνση εάν η θεραπεία λαμβάνεται συστηματικά για κάποιες ημέρες ή εβδομάδες. Τα φάρμακα για τη ΔΕΠΥ έχουν περισσότερο λειτουργία γυαλιών που ίσως βελτιώσουν ή ακόμη και εξομαλύνουν την όραση ενός ατόμου ενώ φοράει τα γυαλιά, αλλά αυτά δεν μπορούν να διορθώσουν το πρόβλημα στα μάτια του ατόμου. Όταν βγουν τα γυαλιά, η όραση του ατόμου επιστρέφει σε αυτό που ήταν πριν. Τα περισσότερα φάρμακα για τη ΔΕΠΥ που είναι επί του παρόντος διαθέσιμα διαρκούν μεταξύ 2 και 12 ωρών, και στη συνέχεια σταδιακά σταματούν να είναι βοηθητικά. Ορισμένα άτομα που λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή για ΔΕΠΥ πιστεύουν ότι έρχεται κάποια στιγμή που δεν θα χρειάζεται πλέον να λαμβάνουν φάρμακα. Μπορούν να λειτουργήσουν με εύλογο τρόπο και χωρίς αυτά. Ορισμένες φορές αυτό οφείλεται στην βελτιωμένη ανάπτυξη του εγκεφάλου τους όσο μεγαλώνουν, στη διαδικασία της φυσικής ωρίμανσης που είχε πιο αργό ρυθμό σε αυτούς από τους συνομηλίκους τους και αρχίζει πλέον να λειτουργεί. Σε άλλες περιπτώσεις, παρόμοια βελτίωση ίσως οφείλεται σε αλλαγές στην κατάσταση, ένας νέος δάσκαλος που είναι πιο υποστηρικτικός, μια νέα δουλειά που δεν απαιτεί τόσες εκτελεστικές λειτουργίες όσες η προηγούμενη ή πρόσθετες πηγές στήριξης. Τέτοιες βελτιώσεις χωρίς φάρμακα μπορεί να είναι προσωρινές ή και πιο μακροχρόνιας διάρκειας.
Δεν υπάρχουν στοιχεία ότι τα φάρμακα για τη ΔΕΠΥ πραγματικά βελτιώνουν τις δυσκολίες εκτελεστικών λειτουργιών ή ότι η οποιαδήποτε βελτίωση έχει διάρκεια.
Υπάρχουν τρία διαφορετικά είδη στοιχείων που παρουσιάζουν την αποτελεσματικότητα συγκεκριμένων φαρμάκων για ΔΕΠΥ αναφορικά με τη βελτίωση των προβληματικών εκτελεστικών λειτουργιών. Πρώτον, μαγνητικές έχουν δείξει ότι οι διεγερτικές ουσίες βελτιώνουν, και ίσως εξομαλύνουν, την ικανότητα των ατόμων με ΔΕΠΥ να ενεργοποιηθούν για εργασίες που τους έχουν ανατεθεί, να ελαχιστοποιήσουν την διάσπαση προσοχής ενώ κάνουν κάτι, να βελτιώσουν τις λειτουργικές συνδέσεις μεταξύ διαφόρων περιοχών του εγκεφάλου που σχετίζονται με τις εκτελεστικές λειτουργίες, να βελτιώσουν την απόδοση της λειτουργικής μνήμης, να μειώσουν τη βαρεμάρα κατά την απόδοση εργασίας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να εξομαλύνουν διαρθρωτικές ανωμαλίες σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου για άτομα με ΔΕΠΥ.
Δεύτερον, πειράματα που συγκρίνουν την απόδοση παιδιών με ΔΕΠΥ με αντίστοιχους ελέγχους ή όταν λαμβάνουν εικονικό φάρμακο σε σύγκριση με συνταγογραφούμενη αγωγή απέδειξαν ότι όταν λαμβάνουν κατάλληλη αγωγή, τα παιδιά με ΔΕΠΥ τείνουν να ελαχιστοποιούν την ακατάλληλη συμπεριφορά στην τάξη και να ελέγχουν τη συμπεριφορά πιο πολύ σαν τα τυπικά παιδιά στην τάξη. Πειράματα έδειξαν επίσης ότι τα φάρμακα μπορούν να βοηθήσουν άτομα με ΔΕΠΥ να βελτιώσουν την ταχύτητα και την ακρίβεια στην επίλυση αριθμητικών προβλημάτων. Αυξάνουν την προθυμία τους να επιμείνουν στην επίλυση απογοητευτικών προβλημάτων. Βελτιώνουν την εργασιακή μνήμη και αυξάνουν το κίνητρο για απόδοση και εκτελούν καλύτερα ευρεία γκάμα εργασιών που σχετίζονται με εκτελεστικές λειτουργίες. Από αυτά τα αποτελέσματα δεν σημαίνει ότι όλα τα παιδιά που λαμβάνουν παρόμοια αγωγή εμφανίζουν τα ίδια αποτελέσματα, αλλά τα ομαδικά δεδομένα δείχνουν στατιστικά σημαντικές βελτιώσεις. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά τα αποτελέσματα εμφανίζονται μόνο κατά τη διάρκεια που η φαρμακευτική αγωγή είναι πράγματι ενεργή στο σώμα.
Οι δυσκολίες της ΔΕΠΥ ορισμένες φορές διαρκούν έως την πρώιμη ενηλικίωση, αλλά συνήθως μειώνονται πριν τη μέση ηλικία.
Οι δυσκολίες της ΔΕΠΥ δεν καθορίζονται αποκλειστικά από τα συμπτώματα του ατόμου, αλλά και από τα προβλήματα που προκύπτουν από τις απαιτήσεις της καθημερινότητας που αντιμετωπίζει το άτομο και την ικανότητά του να τις διαχειριστεί. Ένας επιχειρηματίας ή επαγγελματίας με ΔΕΠΥ ίσως να λειτουργεί πολύ καλά στην καθημερινότητα εάν είναι αρκετά τυχερός να έχει μια δουλειά που ταιριάζει στα προσόντα του και συνεργάτες, γραμματείς ή άλλους, που μπορούν και θέλουν να αναλάβουν λειτουργίες που είναι δύσκολες για το άτομο με ΔΕΠΥ. Ωστόσο, εάν αυτός ο ενήλικας αλλάξει δουλειά όπου υπάρχουν αυξημένες απαιτήσεις και ανεπαρκής στήριξη, οι δυσκολίες της ΔΕΠΥ ίσως καταστούν ακόμη πιο εμφανής και προβληματικές. Παρομοίως, εάν ένας ενήλικας με ΔΕΠΥ συμβιώνει με σύντροφο που μπορεί και θέλει να αναλάβει μεγάλο μέρος της ευθύνης προγραμματισμού και προετοιμασίας γευμάτων, διαχείριση οικονομικών και ρουτίνας νοικοκυριού, το εν λόγω άτομο με ΔΕΠΥ ίσως ζει άνετα και συμβάλει στο νοικοκυριό με άλλους τρόπους. Ωστόσο, εάν η βοήθεια και η στήριξη αυτού του ατόμου χαθεί λόγω ασθενείας, διαζυγίου ή θανάτου, το άτομο με ΔΕΠΥ θα βρεθεί ξαφνικά αντιμέτωπο με πολλαπλά προβλήματα που θα δυσκολευτεί να διαχειριστεί.
Ενώ πολλά άτομα ανακαλύπτουν ότι τα προβλήματά τους που σχετίζονται με τη ΔΕΠΥ μικραίνουν όσο μεγαλώνουν, λόγω ωρίμανσης του εγκεφάλου και αλλαγής στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος, υπάρχουν πολλοί που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες και πολλά χρόνια μετά την ενηλικίωσή τους. Σύμφωνα με έρευνες, πολλά άτομα με ΔΕΠΥ ανακαλύπτουν ότι λειτουργικές δυσκολίες υπάρχουν και έως τη μέση ηλικία και περισσότερο. Επίσης, οι σωματικές αλλαγές ίσως προκαλέσουν την καθυστερημένη εμφάνιση προβλημάτων ΔΕΠΥ, π.χ. για γυναίκες κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης, τόσο για άνδρες όσο και για γυναίκες όσο γερνάει το σώμα τους. Η χρονική διεύρυνση των δυσκολιών ΔΕΠΥ έως τα μέσα της ζωής και αργότερα δεν έχει μελετηθεί ακόμη σε ικανοποιητικό βαθμό.
Ο Thomas E. Brown, Ph.D, είναι Αναπληρωτής Διευθυντής του Yale Clinic for Attention and Related Disorders και Αναπληρωτής Κλινικός Καθηγητής Ψυχιατρικής στο Yale University School of Medicine. Είναι μέλος του American Psychological Association, εμπνευστής του Brown ADD Scales for Children and Adults (Pearson), και συγγραφέας του βραβευμένου βιβλίου Attention Deficit Disorder: The Unfocused Mind in Children and Adults (Yale University Press, 2005). Ο Dr. Brown είναι επίσης εκδότης του εγχειριδίου, ADHD Co morbidities: Handbook of ADHD Complications in Children and Adults (American Psychiatric Publishing, 2009). Επισκεφτείτε τον στο www.DrThomasEBrown.com.