Α. Πεχλιβανίδης, Α ́ Ψυχιατρική Κλινική, «Αιγινήτειο» Νοσοκομείο, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Κ. Παπανικολάου, Παιδοψυχιατρική Κλινική, Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία», Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα
Δείτε το άρθρο στο περιοδικό ΑΡΧΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ 2022, 39(2):151-162
Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) συγκαταλέγεται πλέον μεταξύ των νευροαναπτυξιακών διαταραχών (ΝΑΔ).
Για να γίνουν κατανοητά τα φαινόμενα «δεν πιστεύω στη ΔΕΠΥ» ή, αντίθετα, η «υπερδιάγνωση» απαιτούν καλή γνώση τόσο της έναρξης όσο και της πορείας της διαταραχής στον χρόνο. Παρουσιάζονται στοιχεία από την ιστορία και την εξέλιξη της νοητικής κατασκευής η οποία αντιστοιχεί στη ΔΕΠΥ.
Ο «βραδύνους» («αναίσθητος») του Θεόφραστου (4ος π.Χ. αιώνας) και ο Λόρδος Βύρων (1788–1824) έχουν αξιολογηθεί ότι παρουσιάζουν συμπτώματα τα οποία σήμερα θα θεωρούνταν πως σε έναν βαθμό αντιπροσωπεύουν τη ΔΕΠΥ. Γίνεται αναλυτική αναφορά σε περιγραφές της διαταραχής στην ιατρική βιβλιογραφία των τελευταίων αιώνων και σε ορισμένα από τα ονόματά τους, τα οποία κατά κανόνα εμπεριέχουν τις κυρίαρχες αιτιοπαθογενετικές θεωρίες της εποχής.
Η έννοια «υπερκινητικότητα» υιοθετείται από το 1926 και σχετίζεται με τη ληθαργική εγκεφαλίτιδα, ενώ το 1937 ανακαλύφθηκε η ευεργετική δράση των ψυχοδιεγερτικών φαρμάκων. Στο DSM-II (1968) αναφερόταν ως υπερκινητική αντίδραση στην παιδική ηλικία και στο ICD-9 (1978) ως υπερκινητική διαταραχή. Στο ICD-10 (1999) ανήκε στις υπερκινητικές διαταραχές και στο ICD-11 (2022) θα μετακινηθεί στις ΝΑΔ, όπως και στο DSM-5. Ο όρος ΝΑΔ καθιερώθηκε το 2008 από τον Rutter και αναφέρεται σε συμπτώματα με έναρξη στην παιδική ή στη βρεφική ηλικία, επιβράδυνση στην ανάπτυξη της βιολογικής ωρίμανσης του κεντρικού νευρικού συστήματος και σταθερή πορεία χωρίς εξάρσεις και υφέσεις. Το πρόθεμα «νευρο-» μπορεί όμως να οδηγήσει σε ακατάλληλη χρήση του όρου από διοικητικούς και πολιτικούς μηχανισμούς, ενώ η έννοια βιολογική ωρίμανση πιθανόν να προκαλέσει ηθικά θέματα σε άτομα με τις ήπιες μορφές των διαταραχών.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), στη διαγνωστική κατάταξη DSM-5 της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας από το 2013 και στο σύστημα ταξινόμησης των νοσημάτων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) (ICD-11)από το 2022, θα συγκαταλέγεται μεταξύ των νευροαναπτυξιακών διαταραχών (ΝΑΔ).
Ο όρος ΝΑΔ καθιερώθηκε στη βιβλιογραφία μετά την περιγραφή του από τον Rutter το 2008 στην 5η έκδοση του βιβλίου του «Ψυχιατρική παιδιού και εφήβου».
Προτάθηκε η ύπαρξη τριών κριτηρίων προκειμένου μια διαταραχή να οριστεί ως νευροαναπτυξιακή. Πρώτον, η έναρξη να τοποθετείται στη βρεφική ή στην παιδική ηλικία, δεύτερον να υπάρχει επιβλαβής δράση ή επιβράδυνση στην ανάπτυξη λειτουργιών οι οποίες σχετίζονται με τη βιολογική ωρίμανση του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ) και τρίτον να έχει σταθερή πορεία χωρίς εξάρσεις και υφέσεις.
Πρόκειται για ομάδα καταστάσεων με έναρξη την περίοδο ανάπτυξης του ατόμου οι οποίες τυπικά εμφανίζονται νωρίς, από την προσχολική περίοδο, και χαρακτηρίζονται από αναπτυξιακά ελλείμματα που επηρεάζουν την προσωπική, την κοινωνική, την ακαδημαϊκή ή την εργασιακή λειτουργικότητα. Το εύρος των αναπτυξιακών ελλειμμάτων ποικίλλει από πολύ ειδικούς περιορισμούς στη μάθηση ή στον έλεγχο των επιτελικών λειτουργιών έως την καθολική αναπηρία σε ποικίλους τομείς ανάπτυξης ή τη νοημοσύνη.
Τα συμπτώματά τους σε όλο το φάσμα της ζωής συναρτώνται με το αναπτυξιακό στάδιο του ατόμου. Σύμφωνα με τα διαγνωστικά συστήματα η σχιζοφρένεια και η διπολική διαταραχή δεν συμπεριλαμβάνονται στην ομάδα αυτή, παρά το γεγονός ότι και στις εν λόγω διαταραχές μπορεί να παρουσιαστούν νοητικά και συμπεριφορικά συμπτώματα κατά την αναπτυξιακή περίοδο.
Τα πλέον πρόσφατα δεδομένα από την ιδιαίτερα εκτεταμένη έρευνα για τη ΔΕΠΥ αναφέρουν επικράτηση της διαταραχής στο 5,9% των παιδιών και στο 2,5% των ενηλίκων.
Η διαταραχή αυτή αποδίδεται στον συνδυασμό πολλών γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, ενώ ανάμεσα στους εγκεφάλους των ατόμων με ΔΕΠΥ και εκείνων που δεν λαμβάνουν τη διάγνωση οι διαφορές είναι μικρές. Εάν η ΔΕΠΥ δεν αντιμετωπιστεί, η έκβαση σε πολλούς τομείς μπορεί να είναι αρνητική, με τεράστιο και πολύπλευρο κόστος για την ανθρωπότητα.
Τα κύρια συμπτώματα της ΔΕΠΥ αφορούν σε διαταραχές στην προσοχή, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα, ενώ συχνά συνδυάζονται με συναισθηματική αστάθεια.
Η ενημερότητα για τη ΔΕΠΥ αυξήθηκε πάρα πολύ στην παγκόσμια ιατρική βιβλιογραφία τις τελευταίες δεκαετίες.
Η εν λόγω αύξηση αποδίδεται σε επιστημονικά και μη αίτια. Μεταξύ των επιστημονικών αιτίων περιλαμβάνονται η ετερογένεια των κλινικών εκδηλώσεων, η διαφορετική ανταπόκριση στις θεραπείες και η διαφοροποίηση ως προς την πρόγνωση. Μη επιστημονικά αίτια θεωρούνται
η συμβολή τάσεων (κλινικών, οικονομικών, εκπαιδευτικών, πολιτικών), η ευθυγράμμιση κινήτρων (μεταξύ των κλινικών, των εκπαιδευτικών, αυτών που χαράσσουν πολιτική, ασφαλιστών, φαρμακοβιομηχανίας), η αύξηση της γνώσης για τη ΔΕΠΥ και τους διεγέρτες και η μείωση του στίγματος για τα ψυχικά νοσήματα.
Η κατανόηση ενός φαινομένου συναρτάται από τη μελέτη της έναρξής του και του τρόπου με τον οποίο εξελίσσεται.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη οπτική, η κατανόηση βασικών θεμάτων της ΔΕΠΥ γίνεται πληρέστερη με τη γνώση από την ιστορική αναδρομή φαινομένων που προσομοιάζουν με ΔΕΠΥ και με την πορεία της αποτύπωσης των συμπτωμάτων της ΔΕΠΥ και των βασικών θεμάτων αναφορικά με αυτή στη σύγχρονη ιατρική βιβλιογραφία.
Επιλέξαμε να παρουσιάσουμε αφ’ ενός περιγραφές χαρακτηριστικών της προσωπικότητας ιστορικών ατόμων για τα οποία μελετητές της ΔΕΠΥ έχουν αξιολογήσει ότι ορισμένα από τα χαρακτηριστικά προσομοιάζουν με εκείνα της σύγχρονης αντίληψης για τη ΔΕΠΥ και αφ’ ετέρου στοιχεία από τη διεθνή ιατρική βιβλιογραφία των τελευταίων αιώνων με αναλυτική περιγραφή των χαρακτηριστικών συμπτωμάτων της διαταραχής, τα ονόματα που έχει λάβει αυτή και δεδομένα από την έναρξη χρήσης διεγερτικών φαρμάκων.
2. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗΣ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ- ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Ο Θεόφραστος (371–287 π.Χ.), μαθητής του Αριστοτέλη, μεταξύ των άλλων συνέγραψε τους «Χαρακτήρες». Πρόκειται για μικρή συλλογή από 31 χαρακτήρες που συνέγραψε για ψυχαγωγικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς. Ο κάθε χαρακτήρας περιγράφεται με 10–15 φράσεις και ο αναγνώστης μπορεί να έχει μοναδική εικόνα για την Αθήνα του τέλους του 4ου π.Χ. αιώνα.
Ο 14ος χαρακτήρας, ο «Αναίσθητος», έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά ως «Βραδύνους». Αναφέρεται ότι πολλές από τις περιγραφές του χαρακτήρα είναι παρόμοιες με συμπτώματα του DSM-5 για τη ΔΕΠΥ.
Ειδικότερα, έχουν συσχετιστεί οι περιγραφές 14.2, 14.6, 14.8, 14.11 με συμπτώματα απροσεξίας, η 14.9 με λάθη απροσεξίας, η 14.3 με εξασθένιση της προσοχής αφού χάνει το ενδιαφέρον του και η 14.10 με υπερκινητικότητα. Οι περιγραφές 14.4 και 14.5 συσχετίζονται με συνυπάρχοντα προβλήματα στον ύπνο, τα οποία είναι συχνά στα άτομα με ΔΕΠΥ. Οι περιγραφές 14.7, 14.12, 14.13 αναφέρονται σε παρορμητικού τύπου εκφράσεις, τις οποίες απέδωσαν σε νοητική ανεπάρκεια.
Οι ίδιοι συγγραφείς παρουσιάζουν την άποψη του πλέον γνωστού σύγχρονου μελετητή του Θεόφραστου ότι η μετάφραση του όρου «αναίσθητος» από την αρχαία ελληνική στην αγγλική γλώσσα ως “obtuse” είναι ατυχής. Θεωρούν ότι ο όρος προέρχεται από την αίσθηση (βλέπω, παρατηρώ, μαθαίνω) και προτείνουν να μετονομαστεί στην αγγλική ως “lack of apperception”.
Επίσης, ο ορισμός του «αναίσθητου» η βραδύνοια είναι, για να την ορίσουμε, μια νωθρότητα της ψυχής στα λόγια και στις πράξεις) πιθανολογούν ότι είναι επιγενέστερος και δεν ταιριάζει με τη συνολική περιγραφή. Η Σωκρατική Σχολή, στην οποία μετείχε και ο Θεόφραστος, θεωρούσε ότι οι ήπιες ψυχιατρικές διαταραχές δεν αποτελούσαν ιατρικό πρόβλημα. Απέδιδαν τις εν λόγω διαταραχές σε στοιχεία της προσωπικότητας που οδηγούσαν σε έλλειμμα λογικού ελέγχου στις ορέξεις (appetites) και στη συμπεριφορά.
Ο Γερμανός ποιητής Johann Wolfgang von Goethe (1749–1832), στο έργο Faust (1832), αναπαριστά σε μια σκηνή τον ιδιαίτερο χαρακτήρα ενός αγοριού. Παιδί της ένωσης του Faust με την Ελένη, ο Ευφορίων, αναπηδά ακατάπαυστα από τον πατέρα στη μητέρα, χαϊδεύοντας, κολακεύοντας, τραγουδώντας χαρούμενα. Ανυπάκουος στις επανειλημμένες προειδοποιήσεις των γονιών του ο Ευφορίων δηλώνει ότι η αληθινή του χαρά είναι να είναι ελεύθερος να πηδά και να αναπηδά στους αιθέρες, χωρίς εγκλωβισμό, αφού «ό,τι είναι δικό μου είναι δικό μου». Ο Faust και η Ελένη προσπαθούν να μειώσουν αυτή την ενέργεια και να περιορίσουν την ένταση. Αιφνίδια, ο Ευφορίων διακόπτει τα πηδήματα και αρχίζει να χορεύει με τις κόρες του Χορού και αμέσως αναγγέλλει ότι θα μετατρέψει τον χορό σε παιχνίδι κυνηγιού. Χαϊδεύοντας, αγκαλιάζοντας και φιλώντας μια απρόθυμη κόρη ο Ευφορίων λέει ότι «εάν αντιστέκεται στα φιλιά μου θα της δείξω τη δύναμή μου και θα της αρέσει» και τότε, ενώ η κόρη εξαφανίζεται στη φωτιά, αρχίζει να αναπηδά όλο και υψηλότερα μεταξύ των βράχων «να δει περισσότερα, να τα δει όλα». Τώρα ο Ευφορίων, ενώ πετά στον αέρα, είναι ντυμένος αρχαίος πολεμιστής με ελαφριά πανοπλία, ανακοινώνει ότι θέλει να παλέψει για ελευθερία σε ένα επικίνδυνο και ένδοξο πεπρωμένο. Για ένα λεπτό είναι στον αέρα συνοδευόμενος από ένα έντονο φως και στο επόμενο πέφτει νεκρός στα πόδια των γονιών του. Το όνομα που επέλεξε ο Goethe δεν είναι τυχαία επιλογή (ευ-φορείν/υπερβολική χαρά). Η υπερκινητικότητα είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς του Ευφορίωνος, που φάνηκε να είναι συνεχής –και συνεπώς όχι ένα επεισόδιο μανίας– συνοδευόμενη από παρορμητικότητα, χωρίς να προσέχει τις επιπλήξεις των γονέων του ή τις συνέπειες.
Θεωρείται ότι η περιγραφή του χαρακτήρα του Ευφορίωνος ταιριάζει στην κλινική εικόνα ατόμων με ΔΕΠΥ και ότι ο χαρακτήρας του Ευφορίωνος προσομοιάστηκε με αυτόν του Λόρδου Βύρωνα (1788–1824), ενώ αλληγορική αναπαράστασή του αποτυπώνεται σε πίνακα του Wilhelm von Kaulbach (1805–1874).
Επίσης, έχει αναφερθεί η άποψη ότι η βασική ψυχοπαθολογική κατάσταση του Λόρδου Βύρωνα ήταν ΔΕΠΥ με τη συνύπαρξη διαγνωστικών στοιχείων για διαταραχή της διαγωγής, αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας, κατάθλιψη με υποχονδριακά στοιχεία. Πρόκειται για διαγνώσεις οι οποίες συχνά συνυπάρχουν με τη ΔΕΠΥ.
Ο ποιητής Λόρδος Βύρων αυτοπεριγράφεται νευρικός, υπερκινητικός, παρορμητικός, πολυδάπανος και αναζητούσε συνεχώς το νέο. Η μητέρα του τον χαρακτηρίζει ασταθή και απερίσκεπτο με κακή οργάνωση και προγραμματισμό.
Η σύζυγός του περιγράφει το πάθος του, τον ενθουσιασμό και τη φλογερή του ιδιοσυγκρασία χωρίς να είναι επαρκώς οργανωτικός. Βαριόταν τις εργασίες που ήταν λεπτομερειακές και απαιτούσαν επιμέλεια, οι δυνατότητές του για συγκέντρωση ήταν πολύ μικρές, με εξαίρεση στα θέματα που τον ενδιέφεραν πολύ. Διάβαζε από την ηλικία των 5 ετών και στα 15 του είχε διαβάσει περίπου 4.000 νουβέλες.
Στο σχολείο ήταν ήρεμος, αλλά παρουσίαζε εκρήξεις οργής και δεν έκανε στενές φιλίες. Ξεχνούσε πολύ, φαινόταν σαν να μην προσέχει όταν του μιλούσαν, ήταν αφηρημένος.
Απέφευγε τις στενές σχέσεις και φοβόταν τον εγκλωβισμό.Χαρακτηριζόταν από έλλειψη ευγνωμοσύνης για τα άτομα που τον βοηθούσαν, ενώ συχνά συμπεριφερόταν προσβλητικά σε οικείους. Παρ’ όλα αυτά δεν τον εγκατέλειπαν, επειδή έβλεπαν θετικά στοιχεία σε αυτόν. Είχε αποκτήσει και αρκετά παιδιά εκτός γάμου. Παντρεύτηκε μία φορά και έμεινε για πολύ μικρό διάστημα μαζί με τη γυναίκα του.
Η μόνη νόμιμη κόρη του, η Ada Lovelace, μαθηματικός, θεωρείται από τους πρώτους συγγραφείς κώδικα για τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και είναι γνωστή για τη συμβολή της στη δημιουργία της αναλυτικής μηχανής του Charles Babbage. Εξ αιτίας της διαβόητης φήμης του, στην κηδεία του στο Λονδίνο τη νεκροφόρα ακολουθούσαν άδειες άμαξες των μεγάλων οικογενειών, οι οποίες μόνο
τυπικά εξέφραζαν το πένθος τους.
Στο οικογενειακό του δένδρο ξεδιπλώνονται φαινόμενα σπατάλης, μελαγχολίας και εκκεντρικότητας. Ο Λόρδος Βύρων αναφέρει για τον παππού του Ναύαρχο Βύρωνα ότι δεν είχε ησυχία ούτε στη θάλασσα ούτε στη στεριά. Ο πατέρας του John Βύρων ήταν ευέξαπτος και οξύθυμος και σπατάλησε μια περιουσία. Για να μην πληρώσει τα χρέη του κατέφυγε στη Γαλλία και τους εγκατέλειψε όταν ο Λόρδος Βύρων ήταν 2,5 ετών. Η μητέρα του χαρακτηριζόταν ως επιπόλαια, ισχυρογνώμων, υπερβολική. Παρά τον εκρηκτικό της χαρακτήρα ήταν έξυπνη, με κοινή λογική, ενημερωμένη και με καλή αίσθηση του χιούμορ. Ο ίδιος θεωρούσε ότι του στέρησε διαπαιδαγώγηση, ασφάλεια, σταθερότητα, οικειότητα, την περιγράφει φαντασμένη σαν τον Εωσφόρο και της αποδίδει τη χωλότητά του. Η έννοια «βυρωνικός ήρωας» αναφέρεται σε αρχέτυπο το οποίο υιοθετήθηκε από τον Λόρδο Βύρωνα και αποτελεί αντιδιαστολή στον παραδοσιακό λογοτεχνικό ρομαντικό ήρωα, ενώ για πολλούς θεωρείται αυτοσκιαγράφηση του χαρακτήρα του.
Τόσο οι ρομαντικοί ήρωες όσο και οι βυρωνικοί έχουν την τάση να επαναστατούν σε παραδοσιακούς τρόπους συμπεριφοράς και σκέψης με προσωπικότητες οι οποίες δεν είναι παραδοσιακά ηρωικές. Οι βυρωνικοί ήρωες είναι περισσότερο περίπλοκοι ψυχολογικά και συναισθηματικά.
Χαρακτηρίζονται από απόλυτη απόρριψη παραδοσιακών ηρωικών ηθικών και αξιών, αξιοσημείωτη νοημοσύνη, ευφυΐα, έντονα συναισθήματα τρυφερότητας και μίσους, παρορμητικότητα, ισχυρές αισθησιακές επιθυμίες, κυκλοθυμία, κυνισμό, μαύρο χιούμορ και νοσηρές ευαισθησίες.
3. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ- ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΔΥΟ ΑΙΩΝΩΝ
3.1. Πρώτες περιγραφές της διαταραχής
Ο Γερμανός ιατρός Weikard συνέγραψε το 1775 σε ιατρικό βιβλίο κεφάλαιο με περιγραφή της ΔΕΠΥ. Στο βιβλίο του “Der philosophische Arzt”, το τρίτο κεφάλαιο “Attentio volubilis” μεταφράστηκε πρόσφατα από το πρωτότυπο στα Γερμανικά του 1770 στα Αγγλικά, υποστηρίζοντας ότι αποτελεί την πρώτη γραπτή αναφορά για τη ΔΕΠΥ. Μετάφραση στα Ελληνικά παρουσιάζεται στο παράρτημα 3.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι περιγραφές του στην παράγραφο «Συμπτώσεις», καθώς προσομοιάζουν πολύ με λήμματα για τα συμπτώματα από την ελλειμματική προσοχή του DSM-5. Στην παράγραφο «Αίτια» αναφέρεται στην ευρέως διαδεδομένη άποψη της δεκαετίας του 1970 –η οποία είναι ακόμη σε ορισμένους αποδεκτή– ότι η διαταραχή οφείλεται στην κακή ανατροφή. Είναι όμως ενδιαφέρον ότι ακόμη και τότε αναφέρεται στην επίδραση της κακής ανατροφής σε νευρολογικές ίνες. Στη «Θεραπεία» προτείνει τη μείωση των περισπασμών και τη χρήση της σωματικής άσκησης, συστάσεις που μέχρι σήμερα ισχύουν, σε αντίθεση με το απάνθρωπο μέτρο της πλήρους απομόνωσης και τα διάφορα σκευάσματα που προτείνει ο Weikard, τα οποία δεν έχουν θέση στη σύγχρονη παρέμβαση.
Ο Σκωτσέζος Crichton περιγράφει το 1798 στο Ηνωμένο Βασίλειο παρόμοια διαταραχή στο έργο του «Έρευνα για τη φύση και την προέλευση της νοητικής παραφροσύνης: κατανοώντας ένα συνοπτικό σύστημα της φυσιολογίας και της παθολογίας της ανθρώπινης νόησης και χρονικό των παθών και των συνεπειών τους». Σε τρία βιβλία παρουσίασε κλινικά περιστατικά ψυχικών ασθενειών. Θεωρεί ότι οι διαταραχές της προσοχής είναι είτε επίκτητες είτε δευτεροπαθείς από ασθένειες του νευρικού συστήματος. Αναφέρει ότι η ένταση της προσοχής ποικίλλει μεταξύ των ατόμων ή και στο ίδιο το άτομο. Η διάσπαση της προσοχής δεν είναι απαραίτητα παθολογική. Διακρίνει την παθολογική προσοχή σε δύο πόλους, δηλαδή αυξημένη ή μειωμένη (ευαισθησία των νεύρων). Εκφράζει την άποψη ότι η έγκαιρη εκπαίδευση των παιδιών μπορεί να διευκολύνει ή να επιβραδύνει τις φυσικές δυνατότητες της προσοχής. Η εν λόγω περιγραφή συνιστά την πρώτη περιγραφή που προσομοιάζει με τον απρόσεκτο υπότυπο της ΔΕΠΥ. Αναφέρεται σε δύο συστατικά της προσοχής, την ασυνέπεια, εννοώντας αδυναμία διατήρησης της προσοχής σε ένα αντικείμενο, με αποτέλεσμα να μεταπηδά το άτομο από το ένα θέμα στο άλλο, και την απαραίτητη ενέργεια ή δύναμη που χρειάζεται για να διατηρηθεί.
Ο Γερμανός ψυχίατρος Hoffmann περιγράφει το 1845 σε παιδικό βιβλίο τη διαταραχή. Το ποίημα «Ο νευρικός Φίλιππος» μπορεί να αξιολογηθεί ότι παρουσιάζει συμπτώματα κυρίως της υπερκινητικής/παρορμητικής μορφής, ενώ το ποίημα «Ο Γιάννης που κοιτάζει τον αέρα» την απρόσεκτη μορφή. Κατόπιν, έγινε ο πρώτος νοσοκομειακός ψυχίατρος στη Γερμανία που τεκμηρίωσε και τις επιπτώσεις της διαταραχής.
Στη Γαλλία, οι Bourneville και Boulanger το 1887 περιγράφουν τη «νοητική αστάθεια», διαταραχή ισοδύναμη με τη ΔΕΠΥ. O Bourneville ανέπτυξε την «ιατροπαιδαγωγική προσέγγιση» για παιδιά και εφήβους με νοητικά ελλείμματα, ψυχοκινητική ανησυχία, απροσεξία, ανυπακοή και έλλειμμα πειθαρχίας. Ο ίδιος διαχώρισε μεταξύ των νοητικά ασταθών τα άτομα που προσομοιάζουν περισσότερο να πάσχουν από ΔΕΠΥ.
Στην Αγγλία, ο Still το 1902 αρχικά περιγράφει και κατόπιν δημοσιεύει για τη διαταραχή «έλλειμμα στην αναστολή της βούλησης και στον ηθικό έλεγχο της συμπεριφοράς». Είναι ο πρώτος παιδίατρος ο οποίος στις διαλέξεις του παρουσιάζει σειρά 43 παιδιών με «αφύσικη ατέλεια του ηθικού ελέγχου». Περιγράφει ότι τα παιδιά συχνά ήταν επιθετικά, εριστικά, αντιστεκόμενα στην πειθαρχία και υπερβολικά συναισθηματικά ή παθιασμένα. Είχαν πρόβλημα με την προσοχή και τη διατήρηση της προσοχής και δεν μάθαιναν από τις συνέπειες των πράξεών τους. Η μελέτη του δημοσιεύτηκε στο Lancet19 και αποτελεί για πολλούς την πρώτη περιγραφή της διαταραχής σε επιστημονικό περιοδικό του Ηνωμένου Βασιλείου. Τα παιδιά που δυσκολεύονταν να συγκρατήσουν συμπεριφορές οι οποίες θεωρούνταν ανάρμοστες ως προς τους ηθικούς κανόνες είχαν έλλειμμα στην «αναστολή της βούλησης» και στον «ηθικό έλεγχο» της συμπεριφοράς τους. Ο Still υποστήριξε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης των λειτουργιών της βούλησης και του ηθικού ελέγχου της συμπεριφοράς οφείλεται τόσο στις επιδράσεις του περιβάλλοντος όσο και σε εγγενείς παράγοντες. Η συγκεκριμένη άποψη αποτελεί βάση για την αναπτυξιακή προσέγγιση αυτής της διαταραχής.
Στις ΗΠΑ, οι Bond και Partridge το 192620 αναφέρονται σε βλάβη στα βασικά γάγγλια στο πλαίσιο της ληθαργικής εγκεφαλίτιδας (Von Economo), μιας σοβαρής επιπλοκής της πανδημίας της ισπανικής γρίπης (1917–1928), η οποία οδήγησε στον θάνατο το ένα τρίτο των ασθενών, ενώ το 80% όσων επέζησαν παρουσίασαν στις επόμενες δεκαετίες παρκινσονισμό. Υπάρχει πληθώρα περιγραφών από παιδιά
που επέζησαν από τη ληθαργική εγκεφαλίτιδα, τα οποία, ενώ φαίνονταν φυσιολογικά, παρουσίαζαν σημαντικές διαταραχές της συμπεριφοράς, παρόμοιες με εκείνες που είχε περιγράψει ο Still και που αποτελούν τις βασικές περιγραφές της ΔΕΠΥ. Οι Bond και Partridge αξιολόγησαν την υπερκινητικότητα ως το κυρίαρχο σύμπτωμα και απέδωσαν το σύνδρομο σε βλάβη των βασικών γαγγλίων.
3.2. Ονόματα που αρχικά είχαν αποδοθεί στην κλινική εικόνα διαταραχής ελλειμματικής προσοχής- υπερκινητικότητας
Ελάχιστη εγκεφαλική βλάβη, ελάχιστη εγκεφαλική δυσλειτουργία. Ο Tredgold το 190821 περιγράφει στο βιβλίο του ήπιες μορφές εγκεφαλικής βλάβης, οι οποίες παραμένουν απαρατήρητες μέχρι το παιδί να πάει σχολείο, όπου γίνονται εμφανείς στη συμπεριφορά. Η άποψη αυτή υιοθετήθηκε για δεκαετίες. Οι Strauss και Lehtinen το 194722 πρότειναν την υιοθέτηση της υπερκινητικότητας ως σημείο «ελάχιστης εγκεφαλικής βλάβης» χωρίς αναγκαστικά να αποδίδεται σε σύνδρομο. Το 1957 οι Denhoff et al23 περιγράφουν χαρακτηριστικά: «Από παλιά είναι αναγνωρισμένο και αποδεκτό ότι, στα παιδιά, συνεχής διαταραγμένη συμπεριφορά συγκεκριμένου τύπου μπορεί να εκδηλωθεί μετά από σοβαρό τραυματισμό του εγκεφάλου, επιδημική εγκεφαλίτιδα, εγκεφαλοπάθεια μετά από μεταδοτική νόσο όπως η ιλαρά. Επίσης, συχνά παρατηρείται ότι παρόμοιος τύπος συμπεριφοράς με ίδια χαρακτηριστικά ανευρίσκεται και σε παιδιά όπου δεν υπάρχει σαφές ιστορικό από κάποιο από τα προαναφερθέντα. Η εν λόγω συμπεριφορά μπορεί να επονομαστεί διαταραχή υπερκινητικών παρορμήσεων. Συνοπτικά, η υπερκινητικότητα είναι το πλέον εντυπωσιακό σύμπτωμα.
Πιθανόν να παρατηρηθεί νωρίς στη βρεφική ηλικία ή να είναι εμφανές στην ηλικία των 5 ή 6 ετών. Συνυπάρχει μικρό εύρος της προσοχής, μειωμένη ισχύς της συγκέντρωσης, ιδιαίτερα εμφανής στις συνθήκες του σχολείου. Συχνή είναι η αστάθεια, το παιδί εμφανίζεται πολύ απρόβλεπτο, με μεγάλες διακυμάνσεις στην απόδοσή του. Είναι παρορμητικό και κάνει πράγματα «της στιγμής» χωρίς να τα έχει προετοιμάσει. Αυτά τα παιδιά δεν ανέχονται καθυστερήσεις στην ικανοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών τους. Είναι ευερέθιστα και εκρηκτικά, με χαμηλή ανοχή στη ματαίωση».
Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) το 1960 προτάθηκε ο όρος «ελάχιστη εγκεφαλική δυσλειτουργία», ο οποίος έγινε δεκτός από την Επιτροπή Δημόσιας Υγείας των ΗΠΑ με την εξής επίσημη ανακοίνωση: «Ο όρος αυτός ως διαγνωστική και περιγραφική κατηγορία αναφέρεται σε παιδιά με πλησίον του μέσου, μέση ή πάνω από το μέσο νοητική ικανότητα, με συγκεκριμένες μαθησιακές ή συμπεριφορικές ειδικές ανάγκες από μέτριες έως σοβαρές, οι οποίες συσχετίζονται με αποκλίσεις της λειτουργίας του νευρικού συστήματος. Οι εν λόγω αποκλίσεις εμφανίζονται με ποικίλους συνδυασμούς βλαβών στην αντίληψη, στη σύλληψη των ιδεών, στη γλώσσα, στη μνήμη, στον έλεγχο
της προσοχής, στις παρορμήσεις, στην κινητικότητα. Οι αποκλίσεις αυτές μπορεί να προέρχονται από γενετικές μεταβολές, βιοχημικές ανωμαλίες, περιγεννητικές εγκεφαλικές προσβολές ή άλλες ασθένειες ή τραυματισμούς οι οποίοι διατηρούνται κατά την κρίσιμη περίοδο της ανάπτυξης του ΚΝΣ». Με αυτόν τον ορισμό της ελάχιστης εγκεφαλικής δυσλειτουργίας υιοθετήθηκε η έννοια των τριών μείζονων παραμέτρων της ΔΕΠΥ, δηλαδή της απροσεξίας, της υπερκινητικότητας και της παρορμητικότητας.
Υπερκινητική διαταραχή. Ο όρος ελάχιστη εγκεφαλική δυσλειτουργία θεωρήθηκε γενικευτικός και ετερογενής χωρίς στέρεη εμπειρική βάση και τεκμηρίωση. Σταδιακά αντικαταστάθηκε από εξειδικευμένους περιγραφικούς όρους, όπως υπερδραστηριότητα, μαθησιακές δυσκολίες,
δυσλεξία, διαταραχές της γλώσσας. Η υπερκινητικότητα περιγράφεται ως ένα συμπεριφορικό σύνδρομο που μπορεί να αποδοθεί σε οργανικά αίτια αλλά συμβαίνει χωρίς την παρουσία οργανικότητας. Το 1932 στη Γερμανία οι Kramer και Pollow περιγράφουν σύνδρομο σαν τη ΔΕΠΥ και χρησιμοποιούν τον όρο «υπερκινητική διαταραχή». Η πρώτη αναφορά σχετίζεται με 45 παιδιά, από τα οποία σε 42 εντόπισαν αναπτυξιακά ελλείμματα και σε 19 επιληπτικά φαινόμενα. Οι συγγραφείς παρατήρησαν στοιχειώδεις διαταραχές της κινητικότητας σε συνδυασμό με χαοτικό χαρακτήρα. Τα παιδιά αυτά παρουσίαζαν έλλειμμα στη συγκέντρωση, ανεπαρκή προσανατολισμό για τους στόχους τους, αφηρημάδα, περπατούσαν συνεχώς άσκοπα, ακουμπούσαν συνεχώς πράγματα, ήταν πολύ ευερέθιστα, με συναισθηματική αστάθεια και οργή, με επιθετικότητα. Όλα αυτά είχαν συνέπειες στις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις. Οι συγγραφείς επινόησαν τον όρο «υπερκινητική διαταραχή», ο οποίος αργότερα υιοθετήθηκε από τον ΠΟΥ, ωστόσο δεν συνέχισαν την παρακολούθηση των περιστατικών στην ενηλικίωσή τους γιατί είχαν υποπέσει σε δυσμένεια από το ναζιστικό καθεστώς.
3.3. Η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής- υπερκινητικότητας στα διαγνωστικά συστήματα
Στην πρώτη έκδοση του συστήματος ταξινόμησης της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (DSM-Ι, 1952) δεν υπάρχει αναφορά για τη ΔΕΠΥ. Η υπερκινητική και παρορμητική συμπεριφορά των παιδιών αξιολογείτο με τον όρο «ανωριμότητα».
Στο DSM-II (1968) αναφέρεται ως «υπερκινητική αντίδραση στην παιδική ηλικία». Ορίστηκε με δύο φράσεις.
Η διαταραχή χαρακτηρίζεται από υπερδραστηριότητα, ανησυχία, διασπασιμότητα και μικρό εύρος προσοχής, ειδικά στα μικρά παιδιά. Με την εφηβεία, η συμπεριφορά αυτή μειώνεται. Θεωρήθηκε διαταραχή αντίδρασης, σε συνάφεια με την τάση της Ψυχιατρικής της εν λόγω εποχής να αποδίδει τα αίτια σε νευρωτικές συγκρούσεις στο γονικό και στο οικογενειακό περιβάλλον.
Στο DSM-III (1980) αναφέρεται ως διαταραχή ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα. Αναγνωρίστηκε η σημασία των προβλημάτων της προσοχής, ενώ η υπερκινητικότητα δεν αποτελούσε πλέον το βασικό κριτήριο της διαταραχής. Υιοθετείται το μοντέλο περιγραφικών κατηγοριών. Οι αιτιολογικές περιγραφές δίνουν τη θέση τους σε κριτήρια αναφορικά με την έναρξη της νόσου, την πορεία, την απάντηση στη θεραπεία, τις συνυπάρχουσες καταστάσεις και τον βαθμό της βλάβης.
Στο DSM-IV (1994), στη ΔΕΠΥ προτείνονται δύο ομάδες εννέα κριτηρίων η κάθε μια, που αφορούν στην προσοχή και στην υπερκινητικότητα/παρορμητικότητα. Ορίζονται επίσης τρεις υπότυποι ΔΕΠΥ. Αναγνωρίζεται ότι δεν συνιστά διαταραχή αποκλειστικά της παιδικής ηλικίας, αφού σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελεί διά βίου διαταραχή.
Στο DSM-5 (2013) η ΔEΠΥ συγκαταλέγεται μεταξύ των ΝΑΔ, χωρίς ουσιαστικές αλλαγές στα διαγνωστικά κριτήρια, τα οποία περιγράφονται για όλο το φάσμα της ζωής. Ορίζεται η συχνή συνύπαρξη της συναισθηματικής ευμεταβλητότητας (ανυπομονησία, εύκολος θυμός, υπερβολική συναισθηματική αντίδραση, εύκολος ενθουσιασμός, εύκολη απώλεια της ψυχραιμίας, εύκολη ενόχληση). Το κριτήριο πρώτης εμφάνισης γίνεται από τα 7 στα 12 έτη.
Επιτρέπεται η αναγνώριση συννόσησης με διαταραχή του αυτιστικού φάσματος (ΔΑΦ).
Στην 9η έκδοση του συστήματος ταξινόμησης των νοσημάτων του ΠΟΥ (ICD-9, 1978),29 η ΔΕΠΥ αποδίδεται με τον όρο «υπερκινητική διαταραχή». Προϋποθέτει την παρουσία υπερκινητικότητας και αποκλείει συννοσηρές καταστάσεις.
Στην επόμενη έκδοση, το 1999,συγκαταλέγεται μεταξύ των υπερκινητικών διαταραχών, με αυστηρά κριτήρια διάγνωσης σε όλους τους τομείς της ζωής του παιδιού.
Στην 11η έκδοση, η οποία θα αρχίσει να εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2022, ονομάζεται ΔΕΠΥ και μετακινήθηκε από τις «υπερκινητικές διαταραχές» στις «νευροαναπτυξιακές διαταραχές».
Η μετακίνηση αυτή αποδίδεται στο γεγονός ότι από την έναρξη της διαταραχής περιγράφονται χαρακτηριστικές διαταραχές στη νοητική, στην κινητική και στην κοινωνική λειτουργικότητα, καθώς και συχνή συνύπαρξή της με άλλες ΝΑΔ. Η εν λόγω μεταβολή πραγματοποιήθηκε επίσης από την αδυναμία της άποψης να τεθεί η ΔΕΠΥ μεταξύ των διαταρακτικών και αντικοινωνικών διαταραχών, αφού είναι πλέον δεδομένο ότι τα άτομα με ΔΕΠΥ δεν είναι τυπικά και με τη θέλησή τους διαταρακτικά. Μπορεί να χαρακτηριστούν κατ’ εξοχήν απρόσεκτα, υπερκινητικά/παρορμητικά ή μικτά και περιγράφονται έτσι για όλο το φάσμα της ζωής τους.
3.4. Οι διεγέρτες για την αντιμετώπιση της διαταραχής ελλειμματικής προσοχής-υπερκινητικότητας.
Στις ΗΠΑ, πρώτος ο Bradley το 1937 αναφέρει ότι με τη χρήση του πλέον ισχυρού διεγέρτη της εποχής, της αμφεταμίνης βενζεδρίνης,31 προσπάθησε να ανακουφίσει από τις κεφαλαλγίες τις προκαλούμενες από την απώλεια εγκεφαλονωτιαίου υγρού τους ασθενείς που υποβάλλονται σε εξέταση με πνευμοεγκεφαλογράφημα για τη διερεύνηση πιθανών δομικών εγκεφαλικών βλαβών. Η επίδραση της βενζεδρίνης στις κεφαλαλγίες ήταν αμελητέα, πλην όμως παρατήρησε σημαντική βελτίωση της σχολικής απόδοσης στα μισά από τα παιδιά που τους χορήγησε βενζεδρίνη.
Τα παιδιά ενδιαφέρονταν περισσότερο για τις εργασίες τους, τις οποίες υλοποιούσαν ταχύτερα και σωστότερα. Επίσης, σε μερικά παιδιά μειωνόταν η κινητικότητα χωρίς να χάνεται το ενδιαφέρον τους για το περιβάλλον. Η ευτυχής αυτή συγκυρία δεν υποστηρίχθηκε από τον ίδιο στις δημοσιεύσεις των μελετών του. Ανέφερε ότι χορήγησε αμφεταμίνες στα παιδιά γιατί έλαβε υπ’ όψιν του τις δράσεις των αμφεταμινών στους ενήλικες, οι οποίες μειώνουν την κόπωση, βελτιώνουν τη διάθεση, ανακουφίζουν από την κατάθλιψη, τις νευρώσεις και την κατατονική εμβροντησία, προκαλούν αύξηση της δυνατότητας για εργασία και βελτιώνουν την απόδοση στις δοκιμασίες αξιολόγησης της νοημοσύνης. Η πρώτη δημοσιευμένη μελέτη του περιλάμβανε 30 παιδιά (21 αγόρια και 9 κορίτσια).
Εντυπωσιακή βελτίωση στις επιδόσεις στο σχολείο παρουσίασαν 14 παιδιά, ενώ 15 παιδιά βελτιώθηκαν ως προς τη συναισθηματική αστάθεια και μειώθηκε η θορυβώδης υπερδραστηριότητα και η επιθετικότητα. Οι επιδόσεις στη δοκιμασία αξιολόγησης της νοημοσύνης Standford Binet δεν μεταβλήθηκαν. Επίσης, ταυτοποίησε ότι τα παιδιά που επωφελούνται περισσότερο από τη βενζεδρίνη χαρακτηρίζονται από βραχεία προσοχή, δυσαριθμησία, συναισθηματική ευμεταβλητότητα, υπερκινητικότητα, παρορμητικότητα και πτωχή μνήμη. Αργότερα, δημοσίευσε ότι το ισομερές της αμφεταμίνης δεξεδρίνη έχει παρόμοια αποτελεσματικότητα.
Ο Ιταλός Panizzon στην Ελβετία το 1944, προσπαθώντας να κατασκευάσει φάρμακο με ισχυρή αναληπτική δράση, συνέθεσε τη μεθυλφαινιδάτη, η οποία έχει δράση παρόμοια με τις αμφεταμίνες. Το πρώτο εμπορικό όνομα της μεθυλφαινιδάτης είναι Ritalin και προέρχεται από τη σύζυγο του Panizzon Rita, της οποίας, όπως αναφέρεται, βελτίωσε τις επιδόσεις στο τένις. Το 1958 στις ΗΠΑ χορηγήθηκε Ritalin σε 108 παιδιά τα οποία παρουσίαζαν συναισθηματικά προβλήματα, περιλαμβανομένης και της υπερκινητικότητας. Η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (Food and Drug Administration, FDA) των ΗΠΑ ενέκρινε τη χρήση της μεθυλφαινιδάτης για την αντιμετώπιση της υπερκινητικής διαταραχής στα παιδιά το 1960.
4. ΣΥΖΗΤΗΣΗ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η υιοθέτηση των διαγνωστικών κριτηρίων και η αύξηση της έρευνας για τη ΔΕΠΥ οδήγησε στη σημαντική πρόσφατη εξέλιξη να συμπορευτούν τα διαγνωστικά συστήματα αναφορικά με τη ΔΕΠΥ και να τη συμπεριλάβουν μεταξύ των ΝΑΔ. Επισημαίνεται ιδιαίτερα ότι
(α) οι εξελίξεις στην έννοια της ΔΕΠΥ έχουν επιτρέψει τη διατύπωση της θεωρίας ότι η υπερκινητικότητα δεν είναι αποκλειστικός παράγοντας διάγνωσης,
(β) σε μεγάλο ποσοστό η ΔΕΠΥ παραμένει ως διά βίου διαταραχή και, τέλος,
(γ) είναι δυνατόν να συνυπάρχει με πολλές ψυχιατρικές διαταραχές, περιλαμβανομένων και των υπόλοιπων ΝΑΔ.
Με τα νεότερα ερευνητικά δεδομένα, που επισημαίνουν τη συχνή συνύπαρξη ΔΕΠΥ και ΔΑΦ, ιδιαίτερη σημασία έχει η δυνατότητα ταυτόχρονης διάγνωσης των δύο αυτών ΝΑΔ και μάλιστα σε άτομα υψηλής λειτουργικότητας. Η εν λόγω σύγχρονη θεώρηση θα μας επέτρεπε να διευρύνουμε ακόμη περισσότερο τις υποθέσεις όσον αφορά στη διαγνωστική προσέγγιση των ιστορικών προσωπικοτήτων που επιλέξαμε να περιγράψουμε και για τους οποίους έχει θεωρηθεί ότι με τα σύγχρονα δεδομένα θα αξιολογούνταν ότι πάσχουν από ΔΕΠΥ με πιθανή συνύπαρξη άλλων διαταραχών.
Ο Θεόφραστος παρουσιάζει χαρακτήρα ενήλικα για τον οποίο, όπως περιγράφηκε νωρίτερα, έχει θεωρηθεί ότι πληροί τα διαγνωστικά κριτήρια για ΔΕΠΥ. Οι Martinez-Badía και Martinez-Raga18 πρότειναν οι περιγραφές 14.7, 14.12, 14.13 (παράρτημα 2) να αποδοθούν σε συμπτώματα νοητικής ανεπάρκειας. Όμως, η συνολική περιγραφή του χαρακτήρα παρουσιάζει τη δυνατότητά του να κάνει υπολογισμούς,
να έχει δούλους και να είναι ισότιμο μέλος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, στην οποία τα άτομα με νοητική ανεπάρκεια αποκλείονταν.
Οι συγκεκριμένες περιγραφές περιέχουν πραγματολογικές δυσκολίες του λόγου οι οποίες θα μπορούσαν να αποδοθούν σε συνύπαρξη και με άλλες ΝΑΔ, όπως η νεοεισαχθείσα στο DSM-5 διαταραχή κοινωνικής επικοινωνίας ή ακόμη η υψηλής λειτουργικότητας ΔΑΦ, αν και δεν υπάρχουν στοιχεία για τον τομέα των στερεότυπων συμπεριφορών. Επίσης, σε αντιστοιχία με την άποψη του βασικού σύγχρονου μελετητή των έργων του Θεόφραστου Diggle9 ότι η μετάφραση του όρου «αναίσθητος» από την αρχαία ελληνική στην αγγλική γλώσσα ως «βραδύνους» (obtuse) είναι ατυχής, θεωρούμε ότι ο αρχαιοελληνικός όρος «αναίσθητος» αποδίδει καλύτερα ακόμη και στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα τον χαρακτήρα.
Ο Λόρδος Βύρων, σύμφωνα με τον Fitzgerald, θα μπορούσε να λάβει μαζί με τη ΔΕΠΥ διαγνώσεις για διαταραχή της διαγωγής στην παιδική ηλικία, αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας, κατάθλιψη με υποχονδριακά στοιχεία.
Βασιζόμενοι στις περιγραφές για τις κοινωνικές δυσκολίες του από την παιδική ηλικία, την εμμονή του στο διάβασμα (4.000 νουβέλες από 5–15 ετών), την ελλιπή ευγνωμοσύνη και την προσβλητική συμπεριφορά, την εκκεντρικότητα στο οικογενειακό του δένδρο, την ιδιαίτερη νοητική ικανότητα συστηματοποίησης της κόρης του, θα μπορούσε ίσως και σε αυτή την περίπτωση να υποτεθεί πιθανή συνύπαρξη και ΔΑΦ.
Παρά τις νέες διαγνωστικές δυνατότητες που προσφέρει η ένταξη της ΔΕΠΥ και των υπολοίπων διαταραχών στις ΝΑΔ έχουν εκφραστεί και επιφυλάξεις για την υιοθέτηση του όρου ΝΑΔ, αφού οι ψυχιατρικές διαγνώσεις δεν αποτελούν μόνο κατηγορίες για νοσήματα που επικοινωνούν οι ιατροί, αλλά είναι πλέον και κοινωνικές κατασκευές.
Η χρήση του προθέματος «νευρο-» οδήγησε σε διοικητικά σφάλματα σε περιοχή της Γαλλίας, όπου τμήμα των δομών Ψυχιατρικής παιδιών και εφήβων μετονομάστηκε σε κέντρα ΝΑΔ, με αποτέλεσμα ένας πολύ μεγάλος αριθμός πασχόντων να χάσει την ψυχιατρική φροντίδα.
Επίσης, άτομα στο φάσμα της ΔΕΠΥ ή της ΔΑΦ έχουν και θετικά χαρακτηριστικά, ενώ άτομα με ήπια συμπτωματολογία είναι πολλές φορές απλώς διαφορετικά και οι δυσκολίες τους έγκεινται στην προσαρμογή τους στη συγκεκριμένη κοινωνία μας.
Επομένως, πρέπει να εκτιμηθούν οι ηθικοί προβληματισμοί που εγείρονται όταν στην έννοια της ΝΑΔ εμπεριέχεται η έννοια της αναπτυξιακής καθυστέρησης που σχετίζεται με βιολογική ωρίμανση του ΚΝΣ.
Με την εξέλιξη της επιστημονικής έρευνας στην αιτιοπαθογένεια αλλά και στις θεραπευτικές παρεμβάσεις θεωρούμε ότι τα επόμενα έτη θα δοθούν ακόμη περισσότερα δεδομένα για την κατανόηση της ΔΕΠΥ, την τεκμηρίωση της κατάταξής της στις ΝΑΔ, καθώς και τη σχέση της σε επίπεδο κλινικό και αιτιοπαθογενετικό με τις υπόλοιπες νευροαναπτυξιακές και άλλες ψυχιατρικές διαταραχές.
Η σύγχρονη Ιατρική επωφελείται αναμφίβολα από την έρευνα για τη ΔΕΠΥ, δεδομένου ότι αποτελεί διαταραχή η οποία, εφόσον διαγνωστεί και αντιμετωπιστεί, οδηγεί σε αξιοσημείωτη βελτίωση της κατάστασης σημαντικού αριθμού ατόμων.